- πορθμευτικός
- πορθμ-ευτικός, ή, όν,A engaged in ferrying, Arist.Pol. 1291b21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορθμευτικός — ή, ό / πορθμευτικός, ή, όν, ΝΑ [πορθμεύω] σχετικός με τον πορθμέα ή την πορθμεία … Dictionary of Greek
πορθμευτικόν — πορθμευτικός engaged in ferrying masc acc sg πορθμευτικός engaged in ferrying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμευτικαί — πορθμευτικός engaged in ferrying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)